ὀϊστοθήκη

ὀϊστοθήκη
ὀϊστο-θήκη, ,
A quiver, Poll.10.142.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οϊστοθήκη — ὀϊστοθήκη, ἡ (Α) θήκη βελών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + θήκη] …   Dictionary of Greek

  • ὀιστοθήκη — quiver fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”